- ἀείφρουρος
- ἀείφρουροςever-watchingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αείφρουρος — ἀείφρουρος, ον (Α) αυτός που πάντοτε φρουρεί, κρατάει κάποιον δέσμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φρουρά] … Dictionary of Greek
ἀειφρούροισι — ἀείφρουρος ever watching masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειφρούρῳ — ἀείφρουρος ever watching masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀείφρουρα — ἀείφρουρος ever watching neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αειφρούρητος — ἀειφρούρητος, ον (AM) ο αείφρουρος … Dictionary of Greek
κατασκαφής — κατασκαφής, ές (Α) ο πολύ σκαμμένος («ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῑον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκαφής (< σκάφος «σκάψιμο»), πρβλ. βαθυ σκαφής, νεο σκαφής] … Dictionary of Greek